-
1 χριμα...
χρῖμα...χρῖσμα, χρῖμα- ατος τό [χρίω]1) мазь, масло Aesch.χ. σύειον Xen. — мазь из свиного сала;
χ. σησάμινον Xen. — кунжутное масло2) известка или штукатурка Luc.3) культ. помазание -
2 χρισμα
χρῖσμα, χρῖμα- ατος τό [χρίω]1) мазь, масло Aesch.χ. σύειον Xen. — мазь из свиного сала;
χ. σησάμινον Xen. — кунжутное масло2) известка или штукатурка Luc.3) культ. помазание
См. также в других словарях:
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek